Μια μέρα θλιβερή. Δεν είναι πολιτικό το θέμα. Είναι βαθιά ανθρώπινο και μόλις που το αγγίζεις σε καίει. Είναι ένα θέμα που καθώς το γράφεις, τρίβεις τα ακροδάχτυλα σου πάνω από τα πλήκτρα και σκέφτεσαι. Πολύ. Είμαστε όλοι μουδιασμένοι μέσα σε μια δίνη καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσαμε (έμμεσα ή άμεσα), μπορεί και όχι. ΔΕΝ με ενδιαφέρουν οι επιστημονικές, τεχνοκρατικές αναλύσεις αυτή τη στιγμή. Τις άκουσα όλες, αυτές τις μέρες. Δε με ενδιαφέρουν οι πολιτικές αναλύσεις επίσης. Κι αυτές τις άκουσα. Άκουσα όλες τις απόψεις των φίλων και γνωστών, όλες τις απόψεις των πιο έξω του κόσμου μου, του γείτονα, του οδηγού στο δίπλα αυτοκίνητο, του οδηγού στη δίπλα βέσπα, του αστυνομικού, του κολλημένου, του απολιτίκ, του “ωχαδελφέ” και όσων άλλων δε βρίσκω λόγια να περιγράψω ή μυαλό να θυμηθώ.
Αυτό που δεν άκουσα -γιατί δεν ακούγεται- αλλά το είδα, είναι η θλίψη στο βλέμμα και το κενό στα λόγια.
Όσοι κάνουμε μια απαιτητική δουλειά που διαρκεί όλη μέρα και έχουμε εκατό πράγματα στο κεφάλι μας, δεν έχουμε και το χρόνο να μελαγχολήσουμε φανερά. Πρέπει να βάζουμε το κεφάλι κάτω και να προχωράμε μπροστά. Πρέπει να σκεφτόμαστε “ψηλά” και να προχωράμε με τα πόδια στη γη. Όσοι κάνουν μια δουλειά που διαρκεί όσο ένα ωράριο, είναι πιο χαλαροί στις εκφράσεις τους, αλλά και αυτοί έχουν αυτό το βλέμμα. Άρα, συμπέρασμα, δεν είναι η δουλειά. Δεν είναι. Είναι ένα ερωτηματικό για ένα άγνωστο αύριο. Είναι ένα μέλλον που δεν μπορείς να καταλάβεις πως θα μοιάζει. Είναι σα να προσπαθείς να σκεφτείς πως θα μοιάζεις μετά από 30 χρόνια. Δεν μπορείς να ξέρεις. Δεν ήξερες και πριν βέβαια, αλλά τώρα είναι σα να μη μπορείς να υπολογίσεις ούτε την κληρονομικότητα. Θα μοιάζω με τη μάνα μου; Άγνωστο!
Η θλίψη στο βλέμμα είναι μεγάλη ιστορία. Το κενό στη χαρά είναι τεράστιο. Το “δε ξέρω από που θα μου ΄ρθει” είναι μια καθημερινότητα. Εχθές έβλεπα στη συγκέντρωση το πλήθος, (σιγά το πλήθος) και -ειλικρινά, χωρίς διάθεση να σε ρίξω- ένα δάκρυ έφτασε να θέλει να βγει. “Πως κατάντησε έτσι η χώρα μου; Πως έβγαλαν τον κόσμο έξω με τα πανό στα χέρια να φωνάζει από ντουντούκες, ενώ θα έπρεπε να παράγει, αφού είναι βέβαιο πως είμαστε (η γενιά μου των 70’s) στη πιο τζαμάτη ηλικία;”
Δεν αμφισβητώ πως τα δικαιώματα πρέπει να διεκδικούνται και κανείς δε θα σε υποστηρίξει αν εσύ πρώτος δεν το κάνεις για τον εαυτό σου. Αλλά δε θέλω τέτοιου είδους διεκδίκηση. Θέλω να διεκδικώ με τη δουλειά μου, τη ζωή μου. Θέλω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου και να απολαμβάνω τη δημιουργικότητα που κρύβει αυτή η δουλειά. Και ο καθένας τη δική του φυσικά. Θέλω να έχω το δικαίωμα επιλογής της ζωής μου, που ποτέ δε φοβήθηκα. Ούτε τώρα φοβάμαι. Αλλά δε μου αρέσει η εποχή. Δε μου αρέσει να βλέπω θλιμμένα μάτια. Θέλω ανθρώπους αισιόδοξους και φιλικούς. Θέλω ανθρώπους.
Η συγκέντρωση. Είχε κόσμο και στην αρχή χάρηκα γιατί στο Μοναστηράκι, μια μεγάλη γιορτή της Δημοκρατίας ξεκινούσε. Μια αληθινή παρέλαση! Μετά φτάσαμε επάνω στο Σύνταγμα. Όνομα κι αυτό. Δεινοπαθεί μια ολόκληρη πλατεία γιατί της έτυχε να τη λένε πλατεία Συντάγματος. Κόσμος πολύς και διάφορες απόψεις για την κάθε πορεία. Λίγα ταμπούρλα και πολλοί γνωστοί μεταξύ τους. Εγώ ήθελα να δω. Να δω τι γίνεται. Οι άλλοι ήξεραν, είχαν εμπειρία. Μετά άρχισαν τα μπαμ από μολότοφ και τα βεγγαλικά δακρυγόνα του τρόμου. Ξαφνικά. Μια ομάδα νεαρών τρέχει από τη μια μεριά της πλατείας. Εμείς στην απέναντι, στην Όθωνος. Βρέχει. Οι άλλοι ήξεραν, είπαν “πρέπει να κατέβουμε πιο κάτω, θα μας κλείσουν”. Ακολούθησα. Λίγο πιο κάτω και λίγο πιο κάτω, φτάσαμε στη γωνία της Φιλελλήνων. Χαθήκαμε. Δίπλα μου γνωστή φάτσα. Απ΄ το χέρι και δρόμο. Μας κόβει το ΠΑΜΕ, και στρίβουμε στη Φιλελλήνων. Μετά δάκρυα. Δάκρυα και τρεχάλα. Να λες “δε βλέπω”. Να λες “βράζει το αίμα μου”. Στα στενάκια πέρναγες δίπλα από τους ένστολους και σκεφτόσουν πως μπορεί να γυρίσεις σπίτι με καρούμπαλα. Και; Έκλαιγα. Κόντεψα να μην αναπνέω. Ένα μπουκάλι νερό στο πεζοδρόμιο. Το αρπάζω, το ρίχνω στα μάτια μου. Δίνω στο διπλανό μου. Από σεβασμό προς το γυναικείο φύλο δεν το παίρνει. Συνεχίζουμε. Το πρόσωπο μου καίει και τσούζει. Η βροχή ξαναρχίζει.
Ξαναγυρνάμε; “Ναι!” απάντησα. Γιατί; Είναι πολύ λεπτή η γραμμή που περνάς για να γίνεις αυτός που πετάει, που βαράει, που σπάει, που θέλει να καταστρέψει. Γυρίσαμε. Από 30 στενάκια περάσαμε για να δούμε αν μπορούμε να ξαναπάμε. Τίποτα. Παντού τείχη. Ήθελα να γυρίσω γιατί ένιωσα πως χαμένος πήγε ο κόπος μου και η προσπάθεια μου. Ένιωσα αναποτελεσματική. Στο ελεύθερο επάγγελμα, απαγορεύεις στον εαυτό σου να νιώθει αναποτελεσματικός. Όσο μπορείς. Το twitter βούιζε, τα τύμπανα βάραγαν. Ήθελα να γυρίσω. Ήθελα να νικήσω. Εγωιστικά. Μια τελευταία προσπάθεια και άκυρο. Παντού κλειστά. Κάθοδος. Ερωτηματικά. Καθ\’ επάγγελμα διαδηλωτής ή γνήσιος αγωνιστής;
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είπε πως κάθε μέρα γίνονται θαύματα, αρκεί να τα βλέπεις. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ήταν παραμυθάς.
Εύα.